- ολιγοήμερος
- και λιγοήμερος, -η, -ο (ΑΜ ολιγοήμερος και ὀλιγήμερος, -ον)αυτός που διαρκεί λίγες ημέρεςνεοελλ.αυτός που πρόκειται να ζήσει λίγες ακόμη μέρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ήμερος (< ἡμερα), πρβλ. μακρο-ήμερος].
Dictionary of Greek. 2013.